- χρυσόχλωρος
- η , ο [ος , ον ] см. χρυσοπράσινος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρυσόχλωρος — η, ο, Ν χρυσοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χλωρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο περιοδικό Όμηρος] … Dictionary of Greek